μερμηράων

μερμηράων
μερμηρά̱ων , μέρμηρα
care
fem gen pl (epic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μέρμηρα — μέρμηρα, ἡ (Α) 1. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια («λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων», Ησίοδ.) 2. ο πρωινός ύπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μερμηρίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”